ακαμαντοπόδας

ακαμαντοπόδας
ἀκαμαντοπόδας, ο (Μ)
1. ο ακαμαντόπους*
2. αυτός που τρέχει διαρκώς, ασταμάτητα
«ἀκαμαντοπόδας χρόνος» (Συνέσ. V 9, 52).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας-αντος + πούς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”